φωτοπαγίδα

φωτοπαγίδα
η, Ν
ειδική λυχνία που χρησιμεύει για την παγίδευση και την εξολόθρευση επιβλαβών νυκτόβιων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + παγίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτοπαγίδα — η η παγίδευση με ειδική λυχνία νυχτόβιων εντόμων βλαβερών στη γεωργία ή στον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”